κρυαντήρι

κρυαντήρι
το
μεταλλικό οικιακό σκεύος με δύο λαβές, το οποίο παγώνει το νερό ή τό διατηρεί δροσερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυαν- (πρβλ. -κρύαν-α, αόρ. τού κρυαίνω) + κατάλ. -τήρι (πρβλ. μολυν-τήρι, σημαν-τήρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρυαντήρι — το είδος μετάλλινου δοχείου με δύο λαβές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”